- διαλείψεις
- διάλειψιςan intervalfem nom/voc pl (attic epic)διάλειψιςan intervalfem nom/acc pl (attic)διαλείπωleave an interval betweenfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποδιαλείπω — Α (για σφυγμό) παρουσιάζω διαλείψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + διαλείπω «παραλείπω, αφήνω»] … Dictionary of Greek
Προυστ, Μαρσέλ — (Proust, Παρίσι 1871 – 1922). Γάλλος συγγραφέας. Η οικογένειά του ανήκε στην ανώτερη αστική τάξη· ο πατέρας του, Αντριέν, ήταν διάσημος γιατρός, και η μητέρα του, Ζαν Βεΐλ, ήταν Εβραία λορενικής καταγωγής. Σε ηλικία 9 ετών ο Μαρσέλ αρρώστησε για… … Dictionary of Greek
Φιλύρας, Ρώμος — (ψευδώνυμο του Γιάννη Οικονομόπουλου, Δερβένι Κορινθίας 1888 – Αθήνα 1942). Ποιητής. Εγκαταστάθηκε νωρίς στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά. Εργαζόταν ως συντάκτης σε εφημερίδες της πρωτεύουσας, ενώ παράλληλα δημοσίευσε στα περιοδικά ποιήματά του,… … Dictionary of Greek
διάλειψη — η (ιατρ.), προσωρινή διακοπή της κανονικής λειτουργίας ενός οργάνου, αναστολή ικανοτήτων κτλ.: Έχει συχνές διαλείψεις μνήμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)